- ιεροσύνη
- Ένα από τα Μυστήρια της Εκκλησίας, ταυτόσημο με τη χειροτονία. Στην Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία, η ι. είναι θεοσύστατη τελετή, κατά τη διάρκεια της οποίας κατέρχεται η θεία χάρη με την επίθεση των χεριών του επισκόπου και ο χειροτονούμενος προχειρίζεται σε έναν από τους τρεις ιερατικούς βαθμούς: του επισκόπου, του ιερέα και του διακόνου. Η θεία χάρη που παρέχεται με την ι. είναι η πνευματική εξουσία για την επιτέλεση των ιερατικών καθηκόντων. Έγκυρα χειροτονούνται όλοι οι βαπτισμένοι, με εξαίρεση τις γυναίκες. Στον επισκοπικό βαθμό προάγονται μόνο οι άγαμοι ιερείς ή αυτοί που έμειναν χήροι. Ο γάμος στους ιερείς επιτρέπεται πριν από τη χειροτονία, ενώ μετά από αυτήν απαγορεύεται.
Στην Δυτ. Καθολική Εκκλησία, οι βαθμοί της ι. διακρίνονται σε μείζονες ή ιερούς και σε ελάσσονες. Οι μείζονες είναι τρεις: του διακόνου, του πρεσβύτερου και του επισκόπου. Οι ελάσσονες, που εισήχθηκαν κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ., είναι του οστιαρίου, του αναγνώστη, του εξορκιστή, του ακολούθου και του υποδιακόνου. Η αγαμία είναι υποχρεωτική για τους τρεις μείζονες βαθμούς. Στις προτεσταντικές Εκκλησίες η ι. δεν θεωρείται μυστήριο και όλοι οι πιστοί θεωρούνται ιερείς, τα ιερατικά όμως καθήκοντα τελούνται από συγκεκριμένα άτομα, που λειτουργούν απλώς ως τελετάρχες και όχι ως μεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και Θεού.
Χειροτονία ορθοδόξου επισκόπου (φωτ. ΑΠΕ).
Χειροτονία ιερέα κατά το καθολικό δόγμα, σε κεντρικό ναό της Ρώμης.
* * *ἡ (Μ ἱεροσύνη)βλ. ιερωσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Η παλαιά γραφή τής λ. ιερωσύνη με -ο- (αντί τού κανονικού -ω-) αναλογικά προς άλλα σε -οσύνη (πρβλ. αγι-οσύνη, δικαι-οσύνη)].
Dictionary of Greek. 2013.